γυρώτρια
Смотреть что такое "γυρώτρια" в других словарях:
γυρώτρια — η [γυρώ] μηχάνημα που χρησιμοποιείται για να συνδεθούν με καρφιά ελάσματα πλοίων, λέβητες και γέφυρες … Dictionary of Greek
γυρώτρια — η [γυρώ] μηχάνημα που χρησιμοποιείται για να συνδεθούν με καρφιά ελάσματα πλοίων, λέβητες και γέφυρες … Dictionary of Greek